δίζυγο

δίζυγο
το
1. εξώστης πάνω στο μεγάλο επιστύλιο τών ιστιοφόρων πλοίων
2. γυμναστικό όργανο με δύο κατακόρυφους στύλους και δύο οριζόντιες δοκούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δίζυγο — το όργανο της γυμναστικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακυβίστηση — η αναπήδηση από μία στάση εξαρτήσεως από δίζυγο, που φέρνει τον γυμναζόμενο σε όρθια στήριξη επάνω σ αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κυβίστηση] …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • δίζυγος — ο (AM δίζυγος, ον) διπλός νεοελλ. 1. αυτός που έχει δύο ζυγούς 2. «δίζυγον πυρ» πυρά που εκτελούνται από στρατιώτες παρατεταγμένους σε δυο σειρές 3. το ουδ. ως ουσ. το δίζυγο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”